λιποβαρής

λιποβαρής
ης, ες неполновесный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λιποβαρής" в других словарях:

  • λιποβαρής — ές ελλιπής κατά το βάρος, αυτός που το βάρος του είναι μικρότερο τού κανονικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + βαρής (< βαρύς), πρβλ. γυιο βαρής, ισο βαρής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • άφολκος — ἄφολκος, ον (Α) λιποβαρής, ελαφρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + ολκός, ο («μηχανή με την οποία σύρονταν πλοία στην ξηρά, κυματισμός, βάρος») < έλκω] …   Dictionary of Greek

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

  • ζύγιος — ζύγιος, ον, θηλ. και ζυγία (Α) [ζυγόν] 1. αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για τον ζυγό, για ζέψιμο («ζύγιος ἵππος», Ευρ.) 2. ζυγίτης 3. έγγαμος, παντρεμένος («ἀζυγέων καὶ ζυγίων», Γρηγ. Ναζ.) 4. ο ισορροπημένος («εὗρεν ζυγίας τὰς δικαιοσύνας… …   Dictionary of Greek

  • λειψάρης — και λειψιάρης, α, ικο [λειψός] 1. αυτός που έχει ελλείψεις, λειψός, ελλιπής 2. (για άρτο) λιποβαρής …   Dictionary of Greek

  • λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… …   Dictionary of Greek

  • μειαγωγώ — μειαγωγῶ, έω (Α) [μειαγωγός] 1. πηγαίνω το αρνί, που πρόκειται να θυσιαστεί, στους φράτορες για ζύγισμα 2. θυσιάζω 3. είμαι λιποβαρής 4. ζυγίζω, ζυγοστατώ 5. μετρώ …   Dictionary of Greek

  • ξίκικος — και ξύκικος, η, ο αυτός που ζύγίζει λιγότερο από το κανονικό, λειψός στο βάρος, λιποβαρής. επίρρ... ξίκικα λειψά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eksik + κατάλ. ικος] …   Dictionary of Greek

  • πέτσικος — η, ο, θηλ. και ια, Ν 1. ελλιπής, λιποβαρής («λίρα πέτσικη») 2. (για ύφασμα) λιγότερος από όσο χρειάζεται για ορισμένη χρήση …   Dictionary of Greek

  • παράσταθμος — ον, Α 1. ελλιπής κατά το βάρος, λιποβαρής, λειψός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παράσταθμον το έλλειμμα κακού ζυγίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σταθμος (< σταθμός ή στάθμη), πρβλ. βαρύ σταθμός] …   Dictionary of Greek

  • λιπόβαρος — λιπόβαρος, η, ο και λιποβαρής, ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει βάρος λιγότερο από το κανονικό: Σ’ αυτό το εστιατόριο πάντα μας σερβίρουν λιπόβαρες μερίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»